κτάν'

κτάν'
κτάνε , κτείνω
kill
aor imperat act 2nd sg
κτάνε , κτείνω
kill
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεόκταντος — θεόκταντος, ον (Μ) αυτός που σκοτώθηκε από θεία προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κταντος (< θ. κταν τού ρ. κτείνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε κτάν θην), τ. που απαντά μόνο το παρόν συνθ. επίθ.] …   Dictionary of Greek

  • κτάντης — κτάντης, ὁ (Α) φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κταν (πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. τού κτείνω «φονεύω») + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

  • πατροκτασία — ἡ, ΝΑ η πατροκτονία, ο φόνος τού πατέρα από το παιδί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κτασία < *κτατος (< θ. κτα , πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. β τού κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο κτασία] …   Dictionary of Greek

  • πυοκτανίνη — η, Ν (φαρμ.) περιληπτική ονομασία συνθετικών χρωστικών, χωρίς χημική συγγένεια, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την αντισηπτική τους δράση ως κολλύρια, διαλύματα για γαργαρισμούς και διαλύματα για δερματολογική χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”